- ῥεγεών
- ῥεγεώνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρεγεών — και ῥεγιών, ῶνος, ἡ, ΜΑ 1. προάστιο 2. διαμέρισμα, συνοικία πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regio «γραμμή, κώμη, πόλη»] … Dictionary of Greek
ῥεγεῶνα — ῥεγεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεῶνας — ῥεγεών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεῶνες — ῥεγεών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεῶνι — ῥεγεών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεῶνος — ῥεγεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεῶσι — ῥεγεών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεγεώνων — ῥεγεών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεγεωνάρχης — και ῥηγεωνάρχης και ῥεγιωνάρχης, ὁ, Μ ο επικεφαλής ρεγεώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεγεών + άρχης*] … Dictionary of Greek
ρεγιωνάριος — και ῥεγεωνάριος, ὁ, ΜΑ 1. αστυνόμος 2. αυτός που ανήκει σε ορισμένη περιοχή 3. αξιωματούχος σε συγκεκριμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεγιών / ῥεγεών + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek